- ύφαλα
- τα(ναυτ.), τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη γραμμή, τα βρεχάμενα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ύφαλα — Το κάτω μέρος της ίσαλης γραμμής του πλοίου. Επειδή η ίσαλη γραμμή μεταβάλλεται με βάση τη φόρτωση του πλοίου, τα ύ. έχουν τόσο μεγαλύτερη έκταση, όσο περισσότερο φορτωμένο είναι το πλοίο. * * * τα / ὕφαλα, ΝΑ βλ. ύφαλος … Dictionary of Greek
ὕφαλα — ὕφαλος under the sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
επαλείφω — (AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω) αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσία μσν. «δώροις ἐφαλείφω» γεμίζω κάποιον με δώρα αρχ. 1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω 2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον 3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω 4.… … Dictionary of Greek
καρενάρω — [καρένα] (για πλοία) τροπίζω*, γέρνω το ιστιοφόρο πλοίο για να καθαρίσω τα ύφαλά του … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
μίξοδος — η (Α μίξοδος) νεοελλ. ναυτ. 1. οπή στα ύφαλα τού πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο τού καταστρώματος 2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση τού… … Dictionary of Greek
μοράβια — (τσεχ. Morava, γερμ. Mahren). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (26.095 τ.χλμ., περ. 4.000.000 κάτ. το 1999) της Τσεχίας· αποτελεί, μαζί με τη Βοημία, μια από τις δυο περιοχές που αποτελούν την Τσεχία και διαιρείται διοικητικά στις επαρχίες της Βόρειας … Dictionary of Greek
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek
παλαμάρω — (I) [παλαμάρι] δένω με παλαμάρι το πλοίο. (II) ναυτ. αλείφω με στεγανωτικό υλικό, συνήθως μίγμα πίσσας με λίπος και θειάφι, τα ύφαλα ξύλινου πλοίου για να μην τά διαπερνά το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spalmare «πισσώνω, καλαφατίζω»] … Dictionary of Greek